- άσειστος
- -η, -ο (AM ἄσειστος, -ον) [σείω]1. αυτός που δεν σείεται, ο ακλόνητος2. ο αδιατάρακτος, ο αμετάβλητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄσειστος — unshaken masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσειστος — η, ο επίρρ. α ακλόνητος, ατράνταχτος, ασάλευτος: Στις απόψεις του εκείνες μένει πάντα άσειστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσείστως — ἄσειστος unshaken adverbial ἄσειστος unshaken masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσειστον — ἄσειστος unshaken masc/fem acc sg ἄσειστος unshaken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσείστου — ἄσειστος unshaken masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσείστους — ἄσειστος unshaken masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσείστῳ — ἄσειστος unshaken masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσειστα — ἄσειστος unshaken neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσειστε — ἄσειστος unshaken masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσειστοι — ἄσειστος unshaken masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)